ντόμινο — το 1. είδος χειμερινού ωμοφορίου που έφεραν άλλοτε οι ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί 2. ενιαίο μακρύ ένδυμα με κουκούλα, που φορούν συνήθως οι μεταμφιεσμένοι τις Απόκριες 3. (κατ επέκτ.) ο μεταμφιεσμένος με το παραπάνω ένδυμα 4. είδος επιτραπέζιου… … Dictionary of Greek
δόμινο — το ντόμινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ντόμινο] … Dictionary of Greek
Λε Κορμπιζιέ — (Le Corbusier, Λα Σo ντε Φον 1887 – Ροκμπρίν Καπ Μαρτέν, Κυανή Ακτή 1965). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του γαλλικής καταγωγής Ελβετού αρχιτέκτονα, ζωγράφου και πολεοδόμου Σαρλ Εντουάρ Ζανερέ (Charles Édouard Jeanneret). Ήδη από πολύ νεαρή ηλικία ήρθε… … Dictionary of Greek
εξάρα — η 1. η πλευρά τού κύβου (ζαριού) που έχει έξι στίγματα 2. ένας από τους πεσσούς (πούλια) τού παιχνιδιού ντόμινο που έχει έξι στίγματα σε καθένα από τα δύο χωρίσματα του 3. στον πληθ. εξάρες στα παιχνίδια που παίζονται με κύβους, η περίπτωση που… … Dictionary of Greek
όπερα — Σκηνική δράση που βασίζεται σε ένα λιμπρέτο ολόκληρο μελοποιημένο. Αν και έχει κάποια μακρινή σχέση τόσο με τα μεσαιωνικά θρησκευτικά μυστήρια, που παρίσταναν πάθη και θαύματα, όσο και με θεάματα καθαρά κοσμικού περιεχόμενου, όπως μασκαράτες,… … Dictionary of Greek
άσος — ο (λ. ιταλ.) 1. ο αριθμός «ένα» στα χαρτιά, τα ζάρια και το ντόμινο: Έχω τρεις άσους. 2. η χαρτοπαιξία: Ό,τι βγάζει τ ακουμπά στον άσο. 3. αυτός που πρωτεύει σε κάτι: Στο κολύμπι είναι άσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)